συνήμων

συνήμων
-ον, Α
1. ενωμένος, συνδεδεμένος με κάποιον ή με κάτι
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ συνήμονες
οι οικείοι ή οι σύντροφοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συνη- τού συνίημι (πρβλ. αόρ. σύνηκα) + επίθημα -μων (πρβλ. νοή-μων)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συνήμων — united masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνήμονας — συνήμων united masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνημοσύνη — ἡ, Α [συνήμων, όνος] 1. επίσημη συμφωνία, συνθήκη 2. οικειότητα 3. συγγένεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”